Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (γνωστό και ως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) είναι το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο (όργανο της δικαστικής εξουσίας) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδρεύει στο Λουξεμβούργο.
Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη]
1 Αρμοδιότητα
1.1 Αίτηση ακύρωσης κατά πράξεων ευρωπαϊκών οργάνων
1.2 Προσφυγή κατά κράτους-μέλους
1.3 Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος
1.4 Εκδίκαση αναιρέσεων
2 Σύνθεση
3 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία] Αρμοδιότητα
Η αρμοδιότητά του είναι να ελέγχει την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου από τα όργανα της Ένωσης και από τα κράτη-μέλη. Έτσι:
κρίνει τη νομιμότητα πράξεων των ευρωπαϊκών οργάνων (του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) μετά από προσφυγή κράτους-μέλους ή άλλου οργάνου της Ε.Ε.
κρίνει τη συμμόρφωση κράτους-μέλους με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μετά από προσφυγή της Επιτροπής ή άλλου κράτους-μέλους.
ερμηνεύει κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου μετά από προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου.
εκδικάζει αναιρέσεις κατά αποφάσεων του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
[Επεξεργασία] Αίτηση ακύρωσης κατά πράξεων ευρωπαϊκών οργάνων
Αν ένα κράτος-μέλος θεωρεί ότι μια πράξη ενός ευρωπαϊκού οργάνου (του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΔΕΚ. Ως πράξεις νοούνται συνήθως η έκδοση ενός κανονισμού, μιας οδηγίας ή μιας άλλης απόφασης. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί και ένα όργανο της Ε.Ε. να στραφεί κατά πράξης άλλου οργάνου, π.χ. το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της Επιτροπής. Ιδιώτες που έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση μιας πράξης, καθώς και κράτη-μέλη που θέλου να στραφούν κατά της Επιτροπής, μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακύρωσης μόνο ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κύριος λόγος ακύρωσης μιας πράξης ευρωπαϊκού οργάνου είναι η παραβίαση του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου (των Συνθηκών δηλαδή για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα).
[Επεξεργασία] Προσφυγή κατά κράτους-μέλους
Αν ένα κράτος-μέλος δε συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί η Επιτροπή ή άλλο κράτος-μέλος να προσφύγει εναντίον του στο ΔΕΚ. Παράβαση του κοινοτικού δικαίου θα έχουμε συνήθως αν κράτος-μέλος εκδώσει εθνικό νόμο που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο (π.χ. ο νόμος παραβιάζει την ελευθερία κυκλοφορίας εργαζομένων) ή αν κράτος-μέλος δε μεταγράψει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας μια κοινοτική οδηγία. Της προσφυγής ενώπιον του ΔΕΚ προηγείται η αποστολή στο κράτος-μέλος από την Επιτροπή αιτιολογημένης γνώμης, με την οποία του επισημαίνεται ότι παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο και καλείται να απαντήσει στις αιτιάσεις ή να συμμορφωθεί. Αν το κράτος-μέλος δε συμμορφωθεί, ακολουθεί η προσφυγή στο ΔΕΚ. Το ΔΕΚ διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης ή όχι. Αν διαπιστωθεί παράβαση, το κράτος-μέλος οφείλει να συμμορφωθεί. Αν δε συμμορφωθεί, ακολουθεί δεύτερη προσφυγή της Επιτροπής με αίτημα τη καταδίκη του κράτους-μέλους σε πρόστιμο.
[Επεξεργασία] Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος
Αυτή είναι η πιο συνήθης και η πιο σημαντική αρμοδιότητα του ΔΕΚ. Με αυτήν εξασφαλίζεται η ενιαία ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου από όλα τα εθνικά δικαστήρια σε όλα τα κράτη-μέλη. Αν εθνικό δικαστήριο σε υπόθεση που εκδικάζει καλείται να εφαρμόσει κανόνα του κοινοτικού δικαίου (άρθρο των Συνθηκών, κανονισμό ή οδηγία) και έχει αμφιβολία για την ερμηνεία του, μπορεί να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ ερωτώντας για τη σωστή ερμηνεία του κοινοτικού κανόνα. Αν το εθνικό δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει τον αμφίβολης ερμηνείας κανόνα του κοινοτικού δικαίου είναι ανώτατο (στην Ελλάδα ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Ελεγκτικό Συνέδριο), τότε δε δικαιούται απλώς αλλά υποχρεούται να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ. Το ΔΕΚ δε θα κρίνει την υπόθεση στην ουσία της, θα απαντήσει μόνο στο προδικαστικό ερώτημα νομικής φύσεως χωρίς να εισέλθει στα πραγματικά περιστατικά. Το εθνικό δικαστήριο κατόπιν θα κρίνει την υπόθεση στην ουσία της με βάση την ερμηνεία του ΔΕΚ, η οποία είναι και δεσμευτική για το ερωτήσαν δικαστήριο.
Η αρμοδιότητα αυτή είναι πολύ σημαντική, γιατί έδωσε στο ΔΕΚ ήδη από τα πρώτα χρόνια των ευρωπαϊκών κοινοτήτων τη δυνατότητα να αναπτύξει μια πλούσια νομολογία και να διατυπώσει τις βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, την εποχή που το ευρωπαϊκό δίκαιο ήταν ακόμη στα σπάργανα και οι διατάξεις των συνθηκών δυσερμήνευτες.
Χαστούκι για τη διαχρονική εκμετάλλευση των συμβασιούχων
"Πολύ θετική απόφαση, η οποία περιμένει την πραγμάτωσή της από τους Έλληνες δικαστές" χαρακτήρισε στην "Κ.Α." την απόφαση του ΔΕΚ ο εργατολόγος Δημ. Περπατάρης. Ο ίδιος τονίζει ότι η απόφαση "αποτελεί χαστούκι προς τις κυβερνήσεις για τη διαχρονική πολιτική εκμετάλλευση των συμβασιούχων".
"Η κυβέρνηση οφείλει να επιδείξει, τουλάχιστον για να αποφύγει την κατηγορία της πολιτικής υποκρισίας, την ίδια σπουδή συμμόρφωσης που έδειξε με την απόφαση του ΔΕΚ για τα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών υπαλλήλων του δημοσίου τομέα και των ΝΠΔΔ" σημειώνει ο Δημ. Περπατάρης. Όσο για τους ίδιους τους συμβασιούχους, ο εργατολόγος τους συστήνει να συνεχίσουν τον αγώνα τους αφού το θέμα είναι κατ' εξοχήν πολιτικό, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και να αναζητούν τη δικαστική προστασία.
Πάντως, στην κυβέρνηση έχουν από καιρό ξεχαστεί οι προεκλογικές υποσχέσεις του Κ. Καραμανλή για τη "μονιμοποίηση 250.000 συμβασιούχων". Τις προθέσεις της εξέφρασε ξεκάθαρα στη Βουλή ο Πρ. Παυλόπουλος, απαντώντας την περασμένη Πέμπτη στην επίκαιρη ερώτηση του προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Αλαβάνου για την απόφαση του ΔΕΚ. "Δεν πρόκειται να έρθει καμία ρύθμιση που να μετατρέπει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε αορίστου" δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών.
Ο ΣΥΝ και οι συμβασιούχοι
Το ΔΕΚ ασχολήθηκε με το θέμα των συμβασιούχων, απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα του Πρωτοδικείου Ρεθύμνης στο οποίο είχαν προσφύγει 14 συμβασιούχοι στον δήμο Γεροποτάμου που ζητούσαν να χαρακτηριστούν οι διαδοχικές από το 2005 συμβάσεις τους ως αορίστου χρόνου με το επιχείρημα ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ωστόσο, το ζήτημα των συμβασιούχων παραμένει ψηλά στην ατζέντα των οργάνων της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια χάρη στις συνεχείς παρεμβάσεις του ΣΥΝ, του μοναδικού κόμματος που το ανέδειξε.
Ώθηση στο θέμα είχε δώσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ως ευρωβουλευτής τότε, ο Αλέκος Αλαβάνος, με συνεχείς ερωτήσεις του στην Κομισιόν για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 99/70 στο ελληνικό δίκαιο και συμμετέχοντας ενεργά στις κινητοποιήσεις των συμβασιούχων. Με δικές τους ερωτήσεις προς την Επιτροπή το επανέφεραν συχνά οι ευρωβουλευτές Ν. Χουντής και Δημ. Παπαδημούλης. Τον Μάιο του 2004 δε, ο ΣΥΝ κατέθεσε καταγγελία στην Κομισιόν για το Π.Δ. Παυλόπουλου, κάνοντας λόγο για προσπάθεια της κυβέρνησης να παρακάμψει ουσιαστικά την κοινοτική Οδηγία.
Αλλεπάλληλες ήταν οι παρεμβάσεις του ΣΥΝ και στη Βουλή για τους συμβασιούχους, με ερωτήσεις των βουλευτών του. Υπενθυμίζεται τέλος ότι ο ΣΥΝ είχε καταθέσει το 2005 και πρόταση νόμου για να σταματήσει η ομηρεία των συμβασιούχων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου